- ἀποκώλυσις
- ἀποκώλ-ῡσις, εως, ἡ,A hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκώλυσις — ἀποκώλυσις, η (Α) το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι … Dictionary of Greek
ἀποκωλύσει — ἀποκωλύ̱σει , ἀποκώλυσις hindering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκωλύ̱σεϊ , ἀποκώλυσις hindering fem dat sg (epic) ἀποκωλύ̱σει , ἀποκώλυσις hindering fem dat sg (attic ionic) ἀποκωλύ̱σει , ἀποκωλύω hinder aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκωλύσεις — ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκώλυσις hindering fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκώλυσις hindering fem nom/acc pl (attic) ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκωλύω hinder aor subj act 2nd sg (epic) ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκωλύω hinder fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκωλύσεως — ἀποκωλύ̱σεω̆ς , ἀποκώλυσις hindering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκωλύσῃ — ἀποκωλύ̱σηι , ἀποκώλυσις hindering fem dat sg (epic) ἀποκωλύ̱σῃ , ἀποκωλύω hinder aor subj mid 2nd sg ἀποκωλύ̱σῃ , ἀποκωλύω hinder aor subj act 3rd sg ἀποκωλύ̱σῃ , ἀποκωλύω hinder fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκώλυσιν — ἀποκώλῡσιν , ἀποκώλυσις hindering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)